- ἐνεξουσιαζόμενος
- ἐνεξουσιάζωshow independence inpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενεξουσιάζω — ἐνεξουσιάζω (Α) 1. δείχνω ανεξαρτησία («ένεξουσιάζω τοῑς ῥυθμοῑς», Δίον. Αλ.) 2. ασκώ απόλυτη εξουσία, άρχω 3. μέσ. σφετερίζομαι εξουσία («ὁ ἐνεξουσιαζόμενος μισηθήσεται», ΠΔ) 4. παθ. υποδουλώνομαι … Dictionary of Greek